- ανταλαλαζω
- ἀνταλαλάζωἀντ-ᾰλαλάζωотвечать криком, кричать в ответ
(ἀντηλάλαξε ἠχώ Aesch.; οἱ μὲν ἀλαλάξαντες ἐπέβαινον …, οἱ δ΄ ἀντηλάλαξαν Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἀντηλάλαξε ἠχώ Aesch.; οἱ μὲν ἀλαλάξαντες ἐπέβαινον …, οἱ δ΄ ἀντηλάλαξαν Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ανταλαλάζω — (Α ἀνταλαλάζω) αντηχώ, αντιλαλώ αρχ. ανταποκρίνομαι με αλαλαγμό στον αλαλαγμό συμμάχων ή συστρατιωτών … Dictionary of Greek
ἀνταλαλαξάντων — ἀνταλαλάζω return a shout aor part act masc/neut gen pl ἀνταλαλάζω return a shout aor imperat act 3rd pl ἀνταλαλάζω return a shout aor part act masc/neut gen pl ἀνταλαλάζω return a shout aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντηλάλαξαν — ἀνταλαλάζω return a shout aor ind act 3rd pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντηλάλαξε — ἀνταλαλάζω return a shout aor ind act 3rd sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνταλάλαζον — ἀ̱νταλάλαζον , ἀνταλαλάζω return a shout imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἀ̱νταλάλαζον , ἀνταλαλάζω return a shout imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ἀντᾱλάλαζον , ἀνταλαλάζω return a shout imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἀντᾱλάλαζον … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλαλάζω — (Α ἀλαλάζω) φωνάζω δυνατά και με ενθουσιασμό, κραυγάζω αρχ. 1. βγάζω πολεμική κραυγή κατά την έναρξη τής μάχης 2. φωνάζω από πόνο ή θλίψη 3. ηχώ δυνατά. Στην Π. και Κ. Διαθήκη δοξολογώ («ἀλαλάξατε τῷ Κυρίῳ πᾱσα ἡ γῆ») και κροτώ, κουρταλίζω… … Dictionary of Greek